ζαχαροφάγος

ζαχαροφάγος
ο сластёна, лакомка, сладкоежка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ζαχαροφάγος" в других словарях:

  • ζαχαροφάγος — ο αυτός που αγαπά υπερβολικά τη ζάχαρη και τα γλυκά: Έτσι ζαχαροφάγος που είναι, πώς να έχει γερά δόντια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαχαροφάγος — ο αυτός που αγαπά υπερβολικά τη ζάχαρη και τα γλυκίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + φάγος < θ. φαγ τού αορ. έφαγον τού ρ. εσθίω*. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • ζαχαρο- — (Μ ζαχαρο ) α συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) μοιάζει ή είναι κατασκευασμένο ή περιέχει ζάχαρη (πρβλ. ζαχαρόπετρα, ζαχαροκούλλουρο, ζαχαροδοχείο) β) είναι γλυκό σαν τη ζάχαρη (πρβλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»